τεκνοποιίας

τεκνοποιίας
τεκνοποιΐᾱς , τεκνοποιία
begetting
fem acc pl
τεκνοποιΐᾱς , τεκνοποιία
begetting
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ταούρτ — η, Ν μυθ. θεά τής Αιγύπτου, αγαθοεργή προστάτιδα τής ευφορίας και τής τεκνοποιίας, η οποία παριστανόταν με κεφάλι και σώμα ιπποποτάμου σε όρθια θέση, ουρά κροκοδείλου και νύχια λιονταριού …   Dictionary of Greek

  • μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …   Dictionary of Greek

  • προϋποβάλλω — ΝΜΑ υποβάλλω προηγουμένως κάτι αρχ. 1. μέσ. προϋποβάλλομαι τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.) 2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [ἱστορία] προϋπῆρχε καὶ …   Dictionary of Greek

  • Αιγερία — Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη των πηγών που ενέπνεε τον δεύτερο βασιλιά της Ρώμης Νουμά Πομπίλιο (714 672 π.Χ.) με τις νυχτερινές εμφανίσεις και συνδιαλέξεις της. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ήταν σύζυγος του Νουμά. Η Α. (που αργότερα διαμορφώθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • αλιμεντάριοι — Στην αρχαία Ρώμη, έτσι ονομάζονταν ταπαιδιά φτωχών, ελεύθερων οικογενειών, τα οποία έπαιρναν επίδομα για να συντηρηθούν μέχρι μια ορισμένη ηλικία. Σκοπός του θεσμού ήταν η ενίσχυση του γάμου και της τεκνοποιίας …   Dictionary of Greek

  • Καθαροί — Ονομασία πολυάριθμων αιρετικών ομάδων του χριστιανισμού που εμφανίστηκαν τον 11o αι. σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και βόρεια Ιταλία). Οι αρχές της αίρεσης ανάγονται στον 10o αι. με κέντρο τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Κ …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγένεια — Επίκληση της θεάς Δήμητρας ως προστάτιδας της τεκνοποιίας και της καρποφορίας της Γης, που σημαίνει αυτήν που έχει ωραία παιδιά. Αργότερα η επίκληση απέκτησε αυθυπαρξία, σημαίνοντας κάποια θεά σχετική με τη Δήμητρα, που μνημονευόταν ως κόρη της… …   Dictionary of Greek

  • μεσογειακή αναιμία — Κληρονομούμενη μορφή αιμολυτικής αναιμίας, που οφείλεται σε γενετική διαταραχή της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης (θαλασσαναιμία) και χαρακτηρίζεται από ελάττωση ή πλήρη κατάργηση της β αλυσίδας (β θαλασσαναιμία), που έχει ως αποτέλεσμα την άνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”